Τριδέντου, σύνοδος του-

Τριδέντου, σύνοδος του-
Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545-47), διακόπηκε εξαιτίας της διαφωνίας του αυτοκράτορα Καρόλου E’ και του πάπα. Η δεύτερη άρχισε το 1550 και τέλειωσε το 1552, επί πάπα Ιουλίου Γ’. Η απαίτηση των προτεσταντών, οι οποίοι εμφανίστηκαν στη 16η συνεδρίαση, να επαναληφθούν οι συζητήσεις που είχαν γίνει, προκάλεσε τη διακοπή και αναβολή της Συνόδου επί μία δεκαετία. Η τρίτη και τελευταία περίοδος διήρκεσε ένα χρόνο (1562-63). To τέλος της σ. του Τ. κηρύχθηκε από τον πάπα Πίο Δ’. Οι αποφάσεις της συνόδου εγκρίθηκαν από τον πάπα. Οι αποφάσεις αυτές περιλαμβάνονται στις ακόλουθες εκδόσεις: Αποφάσεις και κανόνες της Συνόδου του Τριδέντου, Κώδικας απαγορευμένων βιβλίων, Ομολογία της πίστης του Τριδέντου, Ρωμαϊκός κατηχισμός, Ρωμαϊκή σύνοψη και Ρωμαϊκό τυπικό. Βασικός σκοπός της σ. του Τ. ήταν η συμφιλίωση των καθολικών με τους προτεστάντες. Τελικά όμως ο σκοπός αυτός δεν πέτυχε και μάλιστα, μετά τον καθορισμό της διδασκαλίας και της δογματικής της Δυτικής Εκκλησίας, σε αντιπαράθεση με την πίστη των προτεσταντών, δημιουργήθηκε ακόμα μεγαλύτερο χάσμα. Πάντως η σημασία της είναι μεγάλη, δεδομένου ότι καθορίστηκαν με σαφήνεια πολλές διδασκαλίες της Δυτικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα διάφορα δογματικά ζητήματα, που ήταν έως τότε ακαθόριστα και ασαφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”